ενδόσιμος

ενδόσιμος
ος, ο[ν] см. ενδοτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ενδόσιμος" в других словарях:

  • ἐνδόσιμος — serving as a prelude masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδόσιμον — ἐνδόσιμος serving as a prelude masc/fem acc sg ἐνδόσιμος serving as a prelude neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοσιμώτερα — ἐνδόσιμος serving as a prelude neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοσίμου — ἐνδόσιμος serving as a prelude masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοσίμων — ἐνδόσιμος serving as a prelude masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοσίμῳ — ἐνδόσιμος serving as a prelude masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδόσιμα — ἐνδόσιμος serving as a prelude neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδόσιμο — το (AM ἐνδόσιμος, ον) Ι. το ουδ. ως ουσ. το ενδόσιμο (AM ἐνδόσιμον) αυτό που δίνει εύλογη αφορμή για κάποια σκέψη ή ενέργεια αρχ. μσν. προανάκρουσμα, εισαγωγή ύμνου ή ψαλμού αρχ. προοίμιο ρητορικού λόγου ΙΙ. επίθ. ἐνδόσιμος, ον ενδοτικός,… …   Dictionary of Greek

  • τοὐνδόσιμον — ἐνδόσιμον , ἐνδόσιμος serving as a prelude masc/fem acc sg ἐνδόσιμον , ἐνδόσιμος serving as a prelude neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»